- εξαερωτήρας
- carburateur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
εξαερωτήρας — εξαερωτήρας, ο και εξαερωτής, ο το καρμπιρατέρ (λ. γαλλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαερωτής — ο βλ. εξαερωτήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)